- ευροώ
- εὐροῶ, -έω (ΑΜ) [εύρους]μιλώ με επιτυχία, είμαι ευφραδής, εύγλωττοςαρχ.1. ρέω καλά ή άφθονα2. αποβαίνω καλά, είμαι ευνοϊκός («ὅταν δ' ὁ δαίμων εὐροῇ» — όταν η τύχη είναι ευνοϊκή, Αισχύλ.)3. είμαι ευτυχής, ευημερώ.
Dictionary of Greek. 2013.